- οἰονοιστική
- οἰονοϊστική , οἰονοϊστικήfem nom/voc sg (attic epic ionic)οἰονοιστικήfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιονοϊστική — οἰονοϊοτική, ἡ (Α) λέξη που προήλθε από συμφυρμό τών λέξεων οίησις, νους, ιστορία και η οποία χρησιμοποιούνταν από τον Πλάτωνα ειρωνικά για την ετυμολογία τής λέξης οιωνιστική … Dictionary of Greek
οἰονοιστικήν — οἰονοϊστικήν , οἰονοϊστική fem acc sg (attic epic ionic) οἰονοιστική fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)